Created by: Kizsok
Number of Blossarys: 1
- English (EN)
- French (FR)
- Thai (TH)
- Polish (PL)
- Italian (IT)
- Bulgarian (BG)
- Chinese, Simplified (ZS)
- Indonesian (ID)
- Estonian (ET)
- Spanish (ES)
- Russian (RU)
- Filipino (TL)
- Farsi (FA)
- Romanian (RO)
- Serbian (SR)
- Arabic (AR)
- Hindi (HI)
- Kazakh (KK)
- Dutch (NL)
- Chinese, Traditional (ZT)
- Turkish (TR)
- Japanese (JA)
- Greek (EL)
- Hungarian (HU)
- Macedonian (MK)
- Lithuanian (LT)
- Spanish, Latin American (XL)
- Latvian (LV)
- Norwegian Bokmål (NO)
- Malay (MS)
- Portuguese, Brazilian (PB)
- Armenian (HY)
- Vietnamese (VI)
- Tamil (TA)
- Latin (LA)
- Bosnian (BS)
- Slovenian (SL)
- Croatian (HR)
- Czech (CS)
- English, UK (UE)
- Bengali (BN)
- Georgian (KA)
- French (FR)
- Thai (TH)
- Polish (PL)
- Italian (IT)
- Bulgarian (BG)
- Chinese, Simplified (ZS)
- Indonesian (ID)
- Estonian (ET)
- Spanish (ES)
- Russian (RU)
- Filipino (TL)
- Farsi (FA)
- Romanian (RO)
- Serbian (SR)
- Arabic (AR)
- Hindi (HI)
- Kazakh (KK)
- Dutch (NL)
- Chinese, Traditional (ZT)
- Turkish (TR)
- Japanese (JA)
- Greek (EL)
- Hungarian (HU)
- Macedonian (MK)
- Lithuanian (LT)
- Spanish, Latin American (XL)
- Latvian (LV)
- Norwegian Bokmål (NO)
- Malay (MS)
- Portuguese, Brazilian (PB)
- Armenian (HY)
- Vietnamese (VI)
- Tamil (TA)
- Latin (LA)
- Bosnian (BS)
- Slovenian (SL)
- Croatian (HR)
- Czech (CS)
- English, UK (UE)
- Bengali (BN)
- Georgian (KA)
Ο νικητής ενός διαγωνισμού αρχιτεκτονικής παίρνει την εντολή να υλοποιήσει ένα αρχιτεκτονικό έργο.
Le lauréat d'une concours d'architecture est chargé de réaliser un projet architectural.
Ο χάλυβας είναι ένα κράμα που αποτελείται κυρίως από σίδηρο και άνθρακα.
L'acier est un alliage de fer et de charbon.
Η άδεια κατασκευής ή άδεια οικοδομής είναι η άδεια που απαιτείται από το νόμο για νέα κτίσματα, ή για προσθήκες σε προϋπάρχουσες κατασκευές, και σε ορισμένες περιπτώσεις, για μείζονες ανακαινίσεις.
Le permis de construire ou permis de construction est un document officiel qui autorise la construction ou la rénovation d'un bâtiment à usage d'habitation, industriel ou autre.
μια περιοχή που έχει σημανθεί για διοικητικούς ή άλλους σκοπούς
1. Division administrative d'une ville. 2. Partie d'une ville qui présente certains caractères.
1.Ευρισκόμενος ή χαρακτηριστικός μιας πόλης ή της ζωής στην πόλη. 2. Σχετικός με μια πόλη ή με μια πυκνοκατοικημένη περιοχή.
1.Situé ou caractéristique d'une vie en ville. 2.Relatif à ou concernant une ville ou une zone densément peuplée.
1. σχετικός με αγροτικές περιοχές 2. που κατοικεί ή που έχει χαρακτηριστικά καλλιέργειας ή επαρχιώτικης ζωής
1. Relatif aux zones rurales 2. Vivant dans ou caractéristique de l'agriculture ou de la vie à la campagne.
Ένας μηχανικός αρμόδιος για την πολεοδόμηση, δηλαδή για τη την αναβάθμιση των μεταφορών, της ζωής, της στέγασης σε μια πόλη.
L'urbaniste est un professionnel exerçant dans l'urbanisme. Son rôle est de planifier l'agencement des activités humaines sur les territoires en vue de réaliser un développement et un aménagement durable des villes et des campagnes.
Τα διοικητικά γραφεία μιας δημοτικής διακυβέρνησης.
Organe républicain qui régit et administre une ville et dont le conseil municipal est élu par les habitants de cette ville.
Ένας μηχανικός που διευθετεί με ελκυστικό τρόπο τα χαρακτηριστικά του τοπίου ή του κήπου. Προσαρμόζει το τοπίο, σύμφωνα με την ιστορία της περιοχής, τα υπάρχοντα κτίρια, το σκοπό της περιοχής.
Un paysagiste est un artisan dont le métier consiste à concevoir l'espace extérieur d'une habitation ou d'un bâtiment, afin de le rendre plus attrayant. # une personne qui pose des actes au niveau du paysage : un urbaniste, un architecte, un forestier. Une personne détenant un diplôme de troisième cycle délivré par une école spécialisée en paysage (ENSP, ENSPB, ESAJ) ou par une école d'architecture avec un enseignement spécialisé (Ecole d'architecture de Lille). Le professionnel peut aussi être issu d'une école d'ingénieur en horticulture (Ecole d'Angers) ou spécialisée dans l'architecture des jardins (Ecole de Blois).
Μια επίσημη οργάνωση αρχιτεκτόνων, που στόχο έχει να ενημερώνει και να παράγει κείμενα που διέπουν το επάγγελμα.
L'Ordre des architectes, institué par la loi du 3 janvier 1977 (France) sur l'architecture, est un organisme de droit privé chargé de missions de service public. Doté de la personnalité morale et de l'autonomie financière, il est placé sous la tutelle du ministre de la Culture. L'Ordre des architectes est constitué des 29 000 architectes, agréés en architecture et détenteurs de récépissés remplissant les conditions fixées par la loi pour exercer leur profession : diplôme, déontologie, assurance, droits civil. L'inscription à l'Ordre des architectes confère le droit d'exercer la profession et de porter le titre d'architecte.
Η διαδικασία του σχεδιασμού, της οργάνωσης, στελέχωσης, διεύθυνσης και ελέγχου της παραγωγής ενός κτιρίου.
Activité du maître d'œuvre qui consiste en la conception et la réalisation d'un projet de construction ou d'aménagement d'un espace.
Κάθε εργασία που έχει αναληφθεί ή επιχειρείται να αναληφθεί. Στην αρχιτεκτονική ο όρος "έργο" χρησιμοποιείται για να κατονομάσει την υλοποίηση ενός κτιρίου.
C'est un dessin qui représente, avec les coupes, projections indispensables à la réalisation, le programme de construction d'un bâtiment à construire. L'étude préparatoire au « projet » porte le nom d'avant-projet. Ce terme désigne aussi les réalisations d'un architecte une fois achevées.
Η πράξη της επεξεργασίας της μορφής (κάνοντας ένα σκίτσο ή το σκιαγραφώντας ένα σχέδιο).
Activité créatrice se rapportant aux qualités formelles des objets produits industriellement en vue d'un résultat esthétique s'accordant aux impératifs fonctionnels et commerciaux.
Εξοπλισμός με έπιπλα και όργανα που καθιστούν ένα δωμάτιο ή ένα οποιοδήποτε χώρο έτοιμο προς κατοίκηση.
Ensemble des meubles qui garnissent une pièce et qui permettent de l'occuper.
[Επίθ] Αυτό που βρίσκεται εντός ή είναι κατάλληλο για το μέσα ενός κτιρίου [ν] η εσωτερική ή κλειστή επιφάνεια κάποιου χώρου
Qui est situé au-dedans, entre les limites d'un bâtiment. Qui ne peut être utilisé qu'à l'intérieur, hors d'eau, hors d'air.
Πέτσωμα είναι το εξωτερικό περίβλημα ή η επένδυση ενός σπιτιού που έχει ως στόχο να απομακρύνει το νερό και να προστατεύει από τις επιπτώσεις του καιρού. Σε ένα κτήριο που χρησιμοποιείται πέτσωμα, μπορεί να λειτουργεί ως βασικό αισθητικό στοιχείο της κατασκευής και να επηρεάζει άμεσα την αξία του ακινήτου του.
Revêtement extérieur non porteur, vertical ou sensiblement vertical, d'une structure. Le bardage fait partie intégrante de l'attrait esthétique d'un bâtiment.
Ο σχιστόλιθος είναι ένα λεπτόκοκκο, ομοιογενές μεταμορφωσιγενές πέτρωμα, σε φύλλα, το οποίο προέρχεται από ένα πρωτότυπο αργιλικό ιζηματογενές πέτρωμα που αποτελείται από άργιλο ή ηφαιστειακή τέφρα, μέσω χαμηλής ποιότητας μεταμορφωσιγένειας.
Schiste formé d'un mélange de silicates (micas, chlorite, quartz, hématite, argile, etc.); gris à noir, parfois vert, jaune, brun ou rose. Roche de nature schisteuse caractérisée par sa fissibilité, d'où l'on tire les plaques qui, après façonnage, servent principalement à la couverture et qui, par extension, il est d'usage courant d'appeler « ardoise ».
Σε πολλές κατοικίες και σε βιομηχανικά κτίρια μια πλάκα, υποστηριζόμενη από τη θεμελίωση ή τοποθετημένη απευθείας στο έδαφος, χρησιμοποιείται για την κατασκευή του ισογείου ενός κτιρίου.
Élément dimensionné en plaque, généralement d'un matériau lourd, employé en revêtement de sol ou de murs ou utilisée pour couvrir un plancher, une chaussée ou un trottoir.
Ο φωτισμός είναι η εσκεμμένη εφαρμογή του φωτός με σκοπό να επιτευχθεί κάποιο αισθητικό ή πρακτικό αποτέλεσμα. Ο φωτισμός περιλαμβάνει τη συνδυασμένη χρήση τεχνιτών πηγών φωτός όπως λάμπες, αλλά και τον φυσικό φωτισμό των εσωτερικών χώρων από το φυσικό φως.
Application de lumière naturelle ou artificielle aux objets ou à leur entourage pour qu'ils puissent être vus.
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει υλικά που θεωρούνται ότι προκαλούν ελάχιστη ή μηδενική βλάβη στο περιβάλλον.
Qui ne porte pas, ou que très peu, atteinte à la nature, à l'environnement naturel. Se dit de matériaux naturels bruts ou recyclés et recyclables.
Επίχρισμα είναι μια κάλυψη που εφαρμόζεται στην επιφάνεια ενός αντικειμένου και που συνήθως αναφέρεται ως υπόστρωμα. Σε πολλές περιπτώσεις, τα επιχρίσματα εφαρμόζονται για να βελτιώσουν τις ιδιότητες της επιφάνειας του υποστρώματος, όπως η εμφάνιση, πρόσφυση, υγρό-ικανότητα, την αντίσταση στη διάβρωση, αντοχή στη φθορά και αντοχή στις γρατζουνιές.
Les enduits sont constitués d'un liant (chaux, plâtre, ciment ou terre) et de charges minérales (agrégats, ou granulats, comme le sable ou la poussière de marbre).Il est utilisé pour le revêtement des murs et des plafonds et durcit après application.
Λέγεται για ένα κτίριο, ένα περιβάλλον ή μια διαμόρφωση που ήδη υφίσταται, είναι υπαρκτό, και με το οποίο πρέπει να ασχοληθεί ο αρχιτέκτονας.
Se dit d'un bâtiment, d'un environnement ou d'un paysage qui existe déjà et avec lequel l'architecte doit travailler ou s'adapter.
Κτιριακή προσθήκη είναι το τμήμα του κτιρίου (αποτελούμενο από έναν ή περισσότερους χώρους) που έχει προστεθεί στο υφιστάμενο, αρχικό κτίριο.
Accroissement volontaire ou spontané de l'affectation du sol pour une utilisation urbaine ou rurale.
[Επίθ]: Αυτός που βρίσκεται ή που ταιριάζει στον υπαίθριο ή τον εξωτερικό χώρο ενός κτιρίου # [n] [n]: η περιοχή που βρίσκεται έξω από κάτι
Qui se situe en dehors du bâtiment ou sur ses enveloppes. Qui peut être utilisé dehors, qui est visible du dehors.
Αυτός που δεν επιτρέπει στο νερό να περάσει από μέσα, αυτός που εμποδίζει τις διαρροές.
Qui ne laisse pas passer l'eau et/ou l'air, qui empêche les fuites.
Η πλευρά του κτιρίου που φαίνεται πρώτη, ή γενικά μια πλευρά ενός κτηρίου.
Face avant ou principale d'un bâtiment.
Σχεδιασμένο για ή προσαρμοσμένο σε μια λειτουργία ή χρήση.
Se dit d'un ouvrage d'architecture, d'un meuble dont les dispositions et les mesures conviennent parfaitement à la fonction à laquelle on les destine. Le Fonctionnalisme en architecture est un principe architectural selon lequel la forme des bâtiments doit être exclusivement l'expression de leur usage.
Το πλαίσιο που υποστηρίζει μια πόρτα ή ένα παράθυρο (κάσα παραθύρου).
Encadrement de porte en bois, métal ou PVC, composé de deux montants, d'une traverse supérieure et éventuellement d'un seuil. Constitue le dormant et se trouve solidaire de la paroi.
Η πράξη με την οποία προστατεύουμε κάτι, τυλίγοντάς το με υλικό που μειώνει ή προλαμβάνει τη μετάδοση του ήχου ή της θερμότητας ή του ηλεκτρισμού. Το υλικό που προορίζεται για το σκοπό αυτό ονομάζεται μόνωση.
L'isolation thermique désigne l'ensemble des techniques mises en œuvre pour limiter les transferts de chaleur entre un milieu chaud et un milieu froid. L'isolation phonique, ou isolation acoustique, a pour objectif d'éviter la propagation du bruit.
Ένας τεχνίτης που δουλεύει με πέτρα, τούβλο, μπετόν. Η τοιχοποιία συνήθως χρησιμοποιείται σε τοίχους κτιρίων, τοίχους αντιστήριξης και σε μνημεία
Le maçon est un professionnel du bâtiment qui pratique la maçonnerie. Cette discipline consiste à créer, choisir et utiliser des éléments de construction composés de divers matériaux (briques, pierres, paille, torchis, terre, bois, métaux, béton...) pour édifier, parfois de manière artistique, une habitation, un monument, une cheminée ou tout autre ouvrage ou œuvre de construction.
Τα δομικά υλικά χρησιμοποιούνται στον κατασκευαστικό κλάδο για τη δημιουργία κτιρίων και κατασκευών. Μπορούν να είναι φυσικά υλικά: ξύλο, ασβέστης, σκοινί, κυτταρίνη, μαλλί, και συνθετικά υλικά: χάλυβας, γύψος, κεραμικό, γυαλί, πλαστικό, τσιμέντο.
Les matériaux de construction sont des matériaux utilisés dans les secteurs de la construction : bâtiment et travaux publics (souvent désignés par le sigle BTP). La gamme des matériaux utilisés dans la construction est relativement vaste. Elle inclut principalement le bois, le verre, l'acier, les matières plastiques (isolants notamment) et les matériaux issus de la transformation de produits de carrières, qui peuvent être plus ou moins élaborés. On a ainsi dérivés de l'argile, les briques, les tuiles, les carrelages, les éléments sanitaires.
Το έργο του κουφωματά, η κατασκευή και εγκατάσταση εξαρτημάτων στα κτίρια με υλικά όπως το ξύλο και αλουμίνιο.
Désigne l'ensemble des portes et fenêtres d'un bâtiment.
1. Η πράξη της βελτίωσης μέσω της ανανέωσης και της αποκατάστασης 2. Η κατάσταση επαναφοράς στην πρότερη καλή κατάσταση.
1. Remise à neuf totale ou partielle d'un bâtiment, d'un quartier. 2. Désigne la partie d'un bâtiment rénové.
Κάθε μεγάλο αντικείμενο που τοποθετείται μόνιμα στη γήινη επιφάνεια ή στην έκτασή της, ως αποτέλεσμα κατασκευής, καθώς και η διάταξη των μερών της. Μπορεί να υπάρχουν κτιριακές και μη κτιριακές κατασκευές, φτιαγμένες από ανθρώπους ή από ζώα.
Constitution, disposition et assemblage des éléments d'un bâtiment, et plus spécialement de son squelette, quand cette construction comporte des éléments d'ossature actifs, et des éléments distincts de remplissage. Ensemble d'éléments convenablement assemblés, conçu pour assurer la rigidité, ou construction présentant une telle disposition.
Εκσκαφή της γης, όπως κατά την κατασκευή, η οποία συνίσταται στην απομάκρυνση χώματος από ένα κεκλιμένο χώρο με σκοπό να δημιουργήσει ένα επίπεδο και οριζόντιο έδαφος.
Travail consistant à déplacer des quantités importantes de terre dans divers buts. En génie civil, il est employé pour soutenir ou élever une surface ou bien accumulé à l'intérieur d'œuvres de soutien pour renforcer des murs, digues ou fortifications. Le terrassement sert également à aplanir la surface d'un sol que l'on veut horizontal.
Η πράξη με την οποία παρέχουμε καθαρό αέρα και απομακρύνουμε τον βρώμικο αέρα από ένα κλειστό χώρο. Ένα μηχανικό σύστημα σε ένα κτίριο που παρέχει καθαρό αέρα.
Le fournissement d'air fraiche et le proces pour se debarasser de l;aire vicieuse, dans un espace ferme. Designe aussi le systeme mecanique qui offre de l;aire fraiche aux batiments.
Ο στόχος των προσπαθειών για τη μείωση του ποσού της ενέργειας που απαιτείται για την παροχή προϊόντων και υπηρεσιών: ντόπια υλικά, φιλικά προς το περιβάλλον, στεγανός σχεδιασμός κτιρίων που περιλαμβάνει: ενεργειακώς αποδοτικά παράθυρα, καλά σφραγισμένα πόρτες, πρόσθετη θερμική μόνωση τοίχων και οροφής, εξαερισμό, πλάκες υπογείου και θεμέλια που μπορούν να μειώσουν την απώλεια θερμότητας.
L'efficacite energetique est un etat de fonctionnement d'un systeme pour lequel l'energie consommee est minimisee pour un service rendu maximal. C'est un des conceptes cles de l'ecoconception et d'approches de type Haute Qualite environnementale. L'efficacite energetique d'un batiment se mesure grace aux materiaux utilises pour l'isolation, chuaffage de systeme de ventillation, production autonome d'energies, ainsi que les energies utilisees dana ss construction.
Μια δομή που υποστηρίζει την οροφή, το δάπεδο ή τους τοίχους.
Système structural en bois ou en métal qui sert à soutenir les toits, sols ou les murs d'un bâtiment.
Ο χάλυβας είναι ένα κράμα που αποτελείται κυρίως από σίδηρο και άνθρακα.
Acier est un alliage compose surtout de fer et charbon, susceptible a acquerir des proprietes variees (durete, resistance, malleabilite)selon le traitement qu'on lui fait subir.
Εμπορικός οργανισμός που παρέχει ένα σύνολο υπηρεσιών στον τομέα της αρχιτεκτονικής. Συνήθως συγκεντρώνει αρκετούς αρχιτέκτονες
Etablissement commercial proposant un ensemble de services de commission dans l'architecture. Une agence comprend souvent plusieurs architectes.
1. (Συνήθως στον πληθυντικό), επίπλωση και εξοπλισμός 2. το να φτιάχνεις ή να καθιστάς κατάλληλο, το να προσαρμόζεσαι στις περιστάσεις.
Organisation en vue d'améliorer les conditions d'utilisation.
Μητρώο που καταγράφει την κυριότητα, την κατοχή ή άλλα δικαιώματα σε γη, με σκοπό να αποδεικνύει την κυριότητα, να διευκολύνει τις συναλλαγές και να αποτρέπει την παράνομη διάθεση. Συνήθως εκδίδεται από ένα κυβερνητικό οργανισμό ή υπηρεσία.
1. Ensemble des documents qui répertorient les caractéristiques des parcelles foncières, et qui servent notamment à déterminer l'impôt foncier. Le cadastre est un outil fiscal, technique et juridique. Il cartographie les parcelles et leur surface. Il identifie les biens et les droits des propriétaires
Ένας οικοδόμος που ειδικεύεται στην κατασκευή στεγών, σκελετού και εξωτερικού πετσώματος, που έχουν εφαρμογή στην αρχιτεκτονική κατοικιών.
Artisan spécialisé dans la construction du toit d'un bâtiment. Il met en place différentes couches de protection qui permettent de mettre le bâtiment hors d'eau, hors d'air. (tuiles, matériau étanche ou respirant).
Ένας ξυλουργός (οικοδόμος) είναι ένα εξειδικευμένο τεχνίτης που ασκεί την ξυλουργική. Οι ξυλουργοί δουλεύουν με το ξύλο για να κατασκευάσουν, να εγκαταστήσουν και να συντηρούν κτίρια, έπιπλα και άλλα αντικείμενα. Η εργασία τους μπορεί να περιλαμβάνει χειρωνακτική εργασία και εργασία σε εξωτερικούς χώρους.
Artisan, ouvrier qui fait des charpentes;assemblage de pieces de bois ou de metal servant comme soutien a la construction.
Το βιοκλιματικό ή πράσινο κτίριο (επίσης γνωστό ως πράσινη κατασκευή ή ενεργειακό κτίριο) αναφέρεται στην κατασκευή και σε διαδικασίες που να είναι περιβαλλοντικά υπεύθυνες και αξιοποιούν αποτελεσματικά τους πόρους, καθ' όλη τη διάρκεια ζωής ενός κτιρίου: από τη χωροθέτηση στο σχεδιασμό, την κατασκευή, λειτουργία, συντήρηση, ανακαίνιση, και κατεδάφιση. Η πρακτική αυτή επεκτείνει και συμπληρώνει τις κλασικές ανησυχίες που διέπουν τον σχεδιασμό των κτιρίων και αφορούν στην οικονομία, την χρησιμότητα, την ανθεκτικότητα και την άνεση.
L'architecture bioclimatique valorise l'environnement géographique et climatique d'un bâtiment, dans le respect des modes et rythmes de vie ainsi que de la santé des usagers du bâtiment. Elle concerne tous les types de bâtiments, habitat, tertiaire et industriel. Elle a pour objectif de minimiser les besoins énergétiques du cycle de vie d'un bâtiment (construction, exploitation, rénovation, déconstruction) sans créer de pression sur les ressources environnementales, afin de maintenir des températures constantes et agréables, tout en contrôlant l'hygrométrie, l'acoustique, la qualité de l'air et la lumière intérieures.
Ένας διαγωνισμός για κάποιο βραβείο, τιμητική διάκριση, ή όφελος. Στην οικοδομική βιομηχανία ο αρχιτεκτονικός διαγωνισμός είναι ένας διαγωνισμός μεταξύ αρχιτεκτόνων με τίμημα ένα βραβείο ή μια ανάθεση έργου.
Moyen utilisé par l'Administration lorsque des motifs d'ordre technique, esthétique ou financier justifient des recherches particulières en vue de l'attribution d'un marché, et selon lequel les concurrents soumettent des projets spécifiques (construction, design, concept d'idées)qui seront examinés par un jury.
Το ξύλο είναι προϊόν που προέρχεται από δέντρα ή και άλλα ινώδη φυτά, και χρησιμοποιείται για κατασκευαστικούς σκοπούς, όταν κοπεί ή συμπιεστεί σε ξυλεία και ξύλο, όπως σανίδες, μαδέρια και παρόμοια υλικά.
substance solide et fibreuse composant les racines, la tige et les branches des arbres, utilise dans la construction pour ses proprietes de resistance et l'imputrescibilite.
Το σκυρόδεμα είναι ένα σύνθετο δομικό υλικό που προέρχεται από το συνδυασμό αδρανών υλικών και ενός συνδετικού υλικού, όπως το τσιμέντο.
Le beton est une materiel de construction composite par malaxage d'un melange de graviers et de sable avec un liant hydraulique(en general de ciment)
Ένα γραφείο είναι γενικά ένα δωμάτιο ή άλλος χώρος στον οποίο εργάζονται οι άνθρωποι, αλλά μπορεί επίσης να σηματοδοτεί μια θέση σε κάποιο οργανισμό που συνδέεται με συγκεκριμένα καθήκοντα.
1. pièce dédiée au travail plutôt intellectuel, chez soi ou sur le lieu de travail 2. établissement d'administration publique ou fournisseur de services
1. Κάθε κατασκευή φτιαγμένη από τον άνθρωπο που χρησιμοποιείται ή προορίζεται για τη στήριξη ή την στέγαση οποιασδήποτε χρήσης ή αδιάλειπτης κατοίκησης. Τα κτίρια μπορεί να είναι: κτίρια κατοικίας, εμπορικά κτίρια και συγκροτήματα, βιομηχανικά κτίρια, εργοτάξια και εγκαταστάσεις, αστικές κατασκευές, κατασκευές υποδομών δικτύου. 2. Η πράξη της κατασκευής.
1. Construction humaine destinée à abriter ou soutenir 2. Ensemble des corps de métiers qui concourent à la construction, secteur d'activité
Ο εργαζόμενος που διαθέτει ειδικές ικανότητες στην οικοδομική βιομηχανία. Ένας οικοδόμος μπορεί να είναι κτίστης, ηλεκτρολόγος, υδραυλικός, μπογιατζής, ξυλουργός ...
Un travailleur qui a des compétences spéciales dans le secteur du bâtiment. Un artisan peut être maçon, électricien, plombier, peintre, charpentier ...
Ειδική διαδικασία για την υποβολή ανταγωνιστικών προσφορών από διαφορετικούς υποψηφίους που επιθυμούν να εκτελέσουν μια επιχειρηματική δραστηριότητα στον τομέα της αρχιτεκτονικής, του σχεδιασμού, της πολεοδομίας ή της αρχιτεκτονικής τοπίου.
procédure spéciale pour générer des offres concurrentes de différents postulants qui cherchent à obtenir un marché en architecture, design, urbanisme ou paysagisme.
Εμπορικός οργανισμός που παρέχει ένα σύνολο υπηρεσιών στον τομέα της αρχιτεκτονικής. Συνήθως συγκεντρώνει αρκετούς αρχιτέκτονες.
Établissement commercial qui propose un ensemble de services dans l'architecture. Une agence regroupe souvent plusieurs architectes.