Created by: Kizsok
Number of Blossarys: 1
- English (EN)
- French (FR)
- Thai (TH)
- Polish (PL)
- Italian (IT)
- Bulgarian (BG)
- Chinese, Simplified (ZS)
- Indonesian (ID)
- Estonian (ET)
- Spanish (ES)
- Russian (RU)
- Filipino (TL)
- Farsi (FA)
- Romanian (RO)
- Serbian (SR)
- Arabic (AR)
- Hindi (HI)
- Kazakh (KK)
- Dutch (NL)
- Chinese, Traditional (ZT)
- Turkish (TR)
- Japanese (JA)
- Greek (EL)
- Hungarian (HU)
- Macedonian (MK)
- Lithuanian (LT)
- Spanish, Latin American (XL)
- Latvian (LV)
- Norwegian Bokmål (NO)
- Malay (MS)
- Portuguese, Brazilian (PB)
- Armenian (HY)
- Vietnamese (VI)
- Tamil (TA)
- Latin (LA)
- Bosnian (BS)
- Slovenian (SL)
- Croatian (HR)
- Czech (CS)
- English, UK (UE)
- Bengali (BN)
- Georgian (KA)
- French (FR)
- Thai (TH)
- Polish (PL)
- Italian (IT)
- Bulgarian (BG)
- Chinese, Simplified (ZS)
- Indonesian (ID)
- Estonian (ET)
- Spanish (ES)
- Russian (RU)
- Filipino (TL)
- Farsi (FA)
- Romanian (RO)
- Serbian (SR)
- Arabic (AR)
- Hindi (HI)
- Kazakh (KK)
- Dutch (NL)
- Chinese, Traditional (ZT)
- Turkish (TR)
- Japanese (JA)
- Greek (EL)
- Hungarian (HU)
- Macedonian (MK)
- Lithuanian (LT)
- Spanish, Latin American (XL)
- Latvian (LV)
- Norwegian Bokmål (NO)
- Malay (MS)
- Portuguese, Brazilian (PB)
- Armenian (HY)
- Vietnamese (VI)
- Tamil (TA)
- Latin (LA)
- Bosnian (BS)
- Slovenian (SL)
- Croatian (HR)
- Czech (CS)
- English, UK (UE)
- Bengali (BN)
- Georgian (KA)
Ένα γραφείο είναι γενικά ένα δωμάτιο ή άλλος χώρος στον οποίο εργάζονται οι άνθρωποι, αλλά μπορεί επίσης να σηματοδοτεί μια θέση σε κάποιο οργανισμό που συνδέεται με συγκεκριμένα καθήκοντα.
1. a room dedicated to work in a working place 2. an organisation that provides services, e.g. design office
Μια επίσημη οργάνωση αρχιτεκτόνων, που στόχο έχει να ενημερώνει και να παράγει κείμενα που διέπουν το επάγγελμα.
องค์กรอย่างเป็นทางการของสถาปนิก ที่จุดมุ่งหมายคือ เพื่อแจ้งให้ทราบ และเขียนข้อความที่ควบคุมวิชาชีพ
Η άδεια κατασκευής ή άδεια οικοδομής είναι η άδεια που απαιτείται από το νόμο για νέα κτίσματα, ή για προσθήκες σε προϋπάρχουσες κατασκευές, και σε ορισμένες περιπτώσεις, για μείζονες ανακαινίσεις.
A document authorizing the holder to construct a building of a particular kind on a particular lot
1.Ευρισκόμενος ή χαρακτηριστικός μιας πόλης ή της ζωής στην πόλη. 2. Σχετικός με μια πόλη ή με μια πυκνοκατοικημένη περιοχή.
1.ที่ตั้งอยู่ใน หรือลักษณะของเมืองหรือเมือง 2.เกี่ยวข้องกับ หรือเกี่ยวข้อง กับการเมือง หรือหนาแน่นไปเติมพื้นที่
Ο χάλυβας είναι ένα κράμα που αποτελείται κυρίως από σίδηρο και άνθρακα.
เหล็กเป็นโลหะผสมที่ประกอบด้วยส่วนใหญ่ของเหล็กและคาร์บอน
Η πράξη με την οποία προστατεύουμε κάτι, τυλίγοντάς το με υλικό που μειώνει ή προλαμβάνει τη μετάδοση του ήχου ή της θερμότητας ή του ηλεκτρισμού. Το υλικό που προορίζεται για το σκοπό αυτό ονομάζεται μόνωση.
พระราชบัญญัติป้องกันสิ่งโดยรอบด้วยวัสดุที่ช่วยลด หรือป้องกันการส่งผ่านของเสียง หรือความร้อน หรือไฟฟ้า วัสดุสำหรับวัตถุประสงค์นี้
1. σχετικός με αγροτικές περιοχές 2. που κατοικεί ή που έχει χαρακτηριστικά καλλιέργειας ή επαρχιώτικης ζωής
1. เกี่ยวข้องกับชนบท 2 อาศัยอยู่ในหรือลักษณะของการทำฟาร์มหรือชีวิตประเทศ
Κάθε μεγάλο αντικείμενο που τοποθετείται μόνιμα στη γήινη επιφάνεια ή στην έκτασή της, ως αποτέλεσμα κατασκευής, καθώς και η διάταξη των μερών της. Μπορεί να υπάρχουν κτιριακές και μη κτιριακές κατασκευές, φτιαγμένες από ανθρώπους ή από ζώα.
วัตถุขนาดใหญ่ใด ๆ อย่างถาวรคงที่พื้นผิวของโลก หรือ ในวง โคจรของ จากการก่อสร้าง และการจัดเรียงของชิ้นส่วน สามารถมีอาคารและโครงสร้าง nonbuilding และมนุษย์สร้างขึ้น หรือสัตว์ทำขึ้น
[Επίθ] Αυτό που βρίσκεται εντός ή είναι κατάλληλο για το μέσα ενός κτιρίου [ν] η εσωτερική ή κλειστή επιφάνεια κάποιου χώρου
ตั้งอยู่ภายใน หรือเหมาะสมภายในอาคาร [n] ภายใน [คำคุณศัพท์] หรือพื้นผิวของสิ่งที่แนบ
[Επίθ]: Αυτός που βρίσκεται ή που ταιριάζει στον υπαίθριο ή τον εξωτερικό χώρο ενός κτιρίου # [n] [n]: η περιοχή που βρίσκεται έξω από κάτι
[คำวิเศษณ์]: เหมาะ สำหรับกลางแจ้ง หรือ นอกตัวอาคาร # [n] [n] หรือใน: พื้นที่ที่อยู่นอกสิ่ง
1. Κάθε κατασκευή φτιαγμένη από τον άνθρωπο που χρησιμοποιείται ή προορίζεται για τη στήριξη ή την στέγαση οποιασδήποτε χρήσης ή αδιάλειπτης κατοίκησης. Τα κτίρια μπορεί να είναι: κτίρια κατοικίας, εμπορικά κτίρια και συγκροτήματα, βιομηχανικά κτίρια, εργοτάξια και εγκαταστάσεις, αστικές κατασκευές, κατασκευές υποδομών δικτύου. 2. Η πράξη της κατασκευής.
1. Any human-made structure used or intended for supporting or sheltering any use or continuous occupancy. There can be :residential buildings,commercial buildings and complexes, industrial buildings, sites and installations, civil constructions, network infrastructure constructions. 2. An act of construction
Κτιριακή προσθήκη είναι το τμήμα του κτιρίου (αποτελούμενο από έναν ή περισσότερους χώρους) που έχει προστεθεί στο υφιστάμενο, αρχικό κτίριο.
เพิ่มอาคารเป็นส่วนหนึ่งของอาคารเดิมและอาคาร (ห้องหนึ่งหรือมากกว่า) ที่ถูกเพิ่มลงในที่มีอยู่
Το πλαίσιο που υποστηρίζει μια πόρτα ή ένα παράθυρο (κάσα παραθύρου).
เฟรมที่สนับสนุน ประตูหรือหน้าต่าง (กบ)
Ο εργαζόμενος που διαθέτει ειδικές ικανότητες στην οικοδομική βιομηχανία. Ένας οικοδόμος μπορεί να είναι κτίστης, ηλεκτρολόγος, υδραυλικός, μπογιατζής, ξυλουργός ...
ผู้ปฏิบัติงานที่มีทักษะพิเศษในอาคารอุตสาหกรรม ตัวสร้างสามารถ mason ไฟฟ้า ช่างประปา จิตรกร ช่างไม้...
Η πράξη της επεξεργασίας της μορφής (κάνοντας ένα σκίτσο ή το σκιαγραφώντας ένα σχέδιο).
พระราชบัญญัติการทำงานออกแบบของบางสิ่งบางอย่าง (ตาม ด้วยการร่าง หรือเค้าร่าง หรือแผน)
Το σκυρόδεμα είναι ένα σύνθετο δομικό υλικό που προέρχεται από το συνδυασμό αδρανών υλικών και ενός συνδετικού υλικού, όπως το τσιμέντο.
คอนกรีตเป็นส่วนประกอบทำจากชุดรวมและสารยึดเกาะเช่นซีเมนต์วัสดุก่อสร้าง
Το ξύλο είναι προϊόν που προέρχεται από δέντρα ή και άλλα ινώδη φυτά, και χρησιμοποιείται για κατασκευαστικούς σκοπούς, όταν κοπεί ή συμπιεστεί σε ξυλεία και ξύλο, όπως σανίδες, μαδέρια και παρόμοια υλικά.
ไม้เป็นผลิตภัณฑ์ของต้นไม้ และบางครั้งพืชอื่น ๆ ข้อ ใช้สำหรับวัตถุประสงค์ในการก่อสร้างเมื่อตัด หรือกดลงไม้และไม้ กระดาน ไม้กระดาน และวัสดุที่คล้ายกัน
Η πράξη με την οποία παρέχουμε καθαρό αέρα και απομακρύνουμε τον βρώμικο αέρα από ένα κλειστό χώρο. Ένα μηχανικό σύστημα σε ένα κτίριο που παρέχει καθαρό αέρα.
พระราชบัญญัติจัดหาอากาศบริสุทธิ์และการกำจัดอากาศเหม็น รอบพื้นที่ปิด ระบบเครื่องกลในอาคารที่มีอากาศบริสุทธิ์